ενεδρευτής

ενεδρευτής
ο
1) тот, кто устраивает засаду; 2) перен. хитрый, коварный, вероломный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενεδρευτής" в других словарях:

  • ἐνεδρευτής — ensnarer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεδρευτής — ο (AM ἐνεδρευτής) αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδρα («ενεδρευτής στρατιώτης») νεοελλ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών καραβιιδών …   Dictionary of Greek

  • ἐνεδρευταί — ἐνεδρευτής ensnarer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδρευτάς — ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc acc pl ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεδρος — (I) ἔνεδρος, ο (AM) μσν. ο ενεδρευτής αρχ. αυτός που κατοικεί σ έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν ἔχει», Σοφ.). (II) ἔνεδρος, α, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό …   Dictionary of Greek

  • εφεδρευτής — ἐφεδρευτής, ὁ (Α) [εφεδρεύω] ενεδρευτής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»